- πολαρόνιο
- το, Νφυσ. το κύμα πόλωσης που δημιουργείται από ένα ηλεκτρόνιο το οποίο μετακινείται ανάμεσα στα άτομα ενός στερεού υλικού, επηρεάζοντας τα γειτονικά του ηλεκτρικά φορτία να κινηθούν τα μεν θετικά προς την κατεύθυνσή του τα δε αρνητικά προς την αντίθετη από αυτό κατεύθυνση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polaron (< νεολατ. polaris «πολικός» < πόλος)].
Dictionary of Greek. 2013.